- μετάγγελος
- μετάγγελος, ό, ἡ (Α)αυτός που μεταβιβάζει ειδήσεις, αγγελίες, διάγγελος, αγγελιαφόρος («Ἶριν θ', ἥ τε θεοῑσι μετάγγελος ἀθανάτοισι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἄγγελος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετάγγελος — one who carries news from one to another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάγγελον — μετάγγελος one who carries news from one to another masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)